Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικαιοδόχος
1 εγγραφή
δικαιοδόχος ο [δikeoδóxos] Ο18 θηλ. δικαιοδόχος [δikeoδóxos] Ο35 : (νομ.) αυτός που έχει αποδεχτεί ή έχει κληρονομήσει τα δικαιώματα κάποιου άλλου (του δικαιοπαρόχου).

[λόγ. δίκαι(ον) -ο- + -δόχος 1 κατά το ξενοδόχος μτφρδ. γαλλ. ayant cause· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες