Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δικέφαλος -η -ο [δikéfalos] Ε5 : 1. που έχει δύο κεφάλια: Δικέφαλο τέρας. || ~ αετός, σύμβολο εξουσίας, γνωστό κυρίως ως έμβλημα της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας, και ως ουσ. ο δικέφαλος. 2. (ανατ.) ~ μυς, που αποτελείται από δύο τμήματα και ως ουσ. ο δικέφαλος.
[1: αρχ. δικέφαλος· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. biceps]