Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διθέσιος
1 εγγραφή
διθέσιος -α -ο [δiθésios] Ε6 : 1. που έχει θέσεις για δύο άτομα: ~ καναπές. Διθέσιο αυτοκίνητο / αεροπλάνο. 2. για σχολείο που έχει δύο οργανικές θέσεις διδακτικού προσωπικού· (πρβ. διτάξιος): Διθέσιο δημοτικό.

[λόγ. δι- 1 + θέσ(ις) -ιος μτφρδ. γαλλ. biplace]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες