Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διευρύνω
1 εγγραφή
διευρύνω [δievríno] -ομαι Ρ8.1 : κάνω κτ. ευρύ ή ευρύτερο. 1. (λόγ.) διαπλατύνω. || (επιστ.): Διευρύνονται οι αρτηρίες / τα αγγεία. 2. (μτφ.) επεκτείνω κτ., το κάνω ευρύτερο, έτσι ώστε να περιλάβει περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα: ~ τον κύκλο των γνωριμιών μου / των ενδιαφερόντων μου / των εργασιών μου. Διευρύνονται οι εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας. H επιτροπή θα συνεδριάσει με διευρυμένη σύνθεση.

[λόγ. ενεργ. < αρχ. διευρύνομαι `διαστέλλομαι΄ σημδ. γαλλ. élargir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες