Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διευκρίνιση
1 εγγραφή
διευκρίνιση η [δiefkrínisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διευκρινίζω, εξήγηση που δίνεται για να γίνει κτ. πιο σαφές και κατανοητό: Aυτά που είπες θέλουν ~. Πρέπει να γίνουν ορισμένες διευκρινίσεις, για να μην υπάρχουν παρερμηνείες. Οι διευκρινίσεις που έδωσε δε με ικανοποίησαν.

[λόγ. < ελνστ. διευκρίνη(σις) -ση (ορθογρ. κατά το διευκρινίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες