Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διευκολύνω
1 εγγραφή
διευκολύνω [δiefkolíno] -ομαι Ρ8.1 : 1. για κτ. που συντελεί, ώστε να γίνει μια διαδικασία πιο εύκολη: H συμβιβαστικότητα διευκολύνει πάντα τις διαπραγματεύσεις. Φάρμακο που διευκολύνει την πέψη. Οι διάφορες ηλεκτρικές συσκευές διευκολύνουν τη νοικοκυρά. || (απρόσ.) με βολεύει, με εξυπηρετεί: Δε με διευκολύνει να έρθω σήμερα. 2. βοηθώ κπ. να κάνει κτ., να ανταποκριθεί σε κτ. πιο εύκολα, πιο άνετα: Mε διευκόλυνε πολύ, γιατί ανέλαβε όλες τις εξωτερικές δουλειές. Mου έδωσε όλα τα στοιχεία και έτσι διευκολύνθηκα στη σύνταξη της μελέτης. || (ειδικότ.) βοηθώ κπ. να αντιμετωπίσει ένα οικονομικό πρόβλημα: Mου ζήτησε να τον ~, π.χ. με δάνειο.

[λόγ. δι(α)- ευκολύνω απόδ. γαλλ. faciliter]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες