Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διευθύνων
1 εγγραφή
διευθύνων -ουσα -ον [δiefθínon] Ε12 : που διευθύνει κάποια υπηρεσία: ~ σύμβουλος, μέλος του διοικητικού συμβουλίου μιας εταιρείας που έχει διευθυντικά καθήκοντα. Διευθύνουσα αδελφή, αδελφή νοσοκόμος, και ως ουσ. η διευθύνουσα.

[λόγ. μεε. του ρ. διευθύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες