Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διεπιστημονικός
1 εγγραφή
διεπιστημονικός -ή -ό [δiepistimonikós] Ε1 : που αφορά επιστήμονες διάφορων κλάδων ή διαφορετικές επιστήμες: Διεπιστημονικό συνέδριο. Διεπιστημονικές μελέτες. διεπιστημονικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δι(α)- + επιστήμον(ας) -ικός μτφρδ. αγγλ. interdisciplinary]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες