Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διεκτραγωδώ
1 εγγραφή
διεκτραγωδώ [δiektraγoδó] -ούμαι Ρ10.9 : αφηγούμαι κτ. δίνοντας έμφαση στα τραγικά στοιχεία της ιστορίας: Mου διεκτραγώδησε την κατάσταση των προσφύγων με τα πιο μελανά χρώματα. Άρχισε να διεκτραγωδεί τη φτώχεια του, για να μας συγκινήσει. Στη λογοτεχνία μας διεκτραγωδήθηκαν τα πάθη του ελληνισμού.

[λόγ. δι(α)- ελνστ. ἐκτραγῳδῶ `υπερβάλλω με τραγικές φράσεις΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες