Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διεκδικητής
1 εγγραφή
διεκδικητής ο [δiekδikitís] Ο7 θηλ. διεκδικήτρια [δiekδikítria] Ο27 : αυτός που διεκδικεί κτ.: ~ του θρόνου. Yπάρχουν πολλοί διεκδικητές για την ηγεσία του κόμματος.

[λόγ. διεκδικη- (διεκδικώ) -τής (διαφ. το μσν. διεκδικητής `νομικός υπερασπιστής΄)· λόγ. διεκδικη(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες