Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διεγερσιμότητα η [δiejersimótita] Ο28 : η ικανότητα των ζωντανών κυττάρων να διεγείρονται, να δέχονται ερεθίσματα και να αντιδρούν σε αυτά.
[λόγ. *διεγέρσιμ(ος < διέγερσ(ις) -ιμος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. excitabilité]