Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διεγέρτης
1 εγγραφή
διεγέρτης ο [δiejértis] Ο10 : (τεχν.) ονομασία οργάνων ή άλλων μέσων που προκαλούν διέγερση2.

[λόγ. διεγερ- (διεγείρω) -της μτφρδ. γαλλ. excitant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες