Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διεγέρτης ο [δiejértis] Ο10 : (τεχν.) ονομασία οργάνων ή άλλων μέσων που προκαλούν διέγερση2.
[λόγ. διεγερ- (διεγείρω) -της μτφρδ. γαλλ. excitant]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. διεγερ- (διεγείρω) -της μτφρδ. γαλλ. excitant]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |