Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαφωνών
1 εγγραφή
διαφωνών -ούσα -ούν [δiafonón] Ε12β : (λόγ.) (συνήθ. ως ουσ., στον πληθ.) αυτός που διαφωνεί, που εκφράζει μια αντίθετη άποψη: Οι διαφωνούντες στο κόμμα ήταν πολλοί. || αντιφρονών.

[λόγ. μεε. του ρ. διαφωνώ, κατά το αντ. συμφωνών]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες