Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαφυλάσσω
1 εγγραφή
διαφυλάσσω [δiafiláso] -ομαι & διαφυλάττω [δiafiláto] -ομαι Ρ2.2 & διαφυλάγω [δiafiláγo] -ομαι Ρ3 : φροντίζω ώστε να διατηρηθεί κτ. μέσα στην πορεία του χρόνου, να μη χαθεί, να μην καταστραφεί ή να μη λησμονηθεί: Πρέπει να διαφυλάξουμε τους αρχαιολογικούς μας θησαυρούς / την πολιτιστική μας παράδοση. Για να διαφυλαχθούν τα δάση μας πρέπει να ενδιαφερθούμε όλοι. Διαφύλαξε την τιμή της / το κύρος της.

[λόγ. < ελνστ. διαφυλάσσω `κρατώ σε ασφάλεια΄ & αρχ. διαφυλάσσω, διαφυλάττω `παρατηρώ προσεχτικά΄· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το φυλάσσω > φυλάγω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες