Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαφάνεια
1 εγγραφή
διαφάνεια η [δiafánia] Ο27 : I. ANT αδιαφάνεια. 1. η ιδιότητα του σώματος που είναι διαφανές, που επιτρέπει να διακρίνονται τα αντικείμενα που είναι πίσω από αυτό: H ~ του νερού / της ατμόσφαιρας. 2. (μτφ.) η κατάσταση ή οι συνθήκες που επιτρέπουν σε κπ. να μαθαίνει την πραγματικότητα και την αλήθεια: Πρέπει να υπάρχει ~ στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος. II. εικόνα αποτυπωμένη σε διαφανές υλικό (γυαλί, φιλμ κτλ.) που προβάλλεται σε οθόνη με τη βοήθεια προβολέα· φωτεινή διαφάνεια: Kατά τη διάλεξη θα γίνει και προβολή διαφανειών. Ο καθηγητής της ιστορίας γράφει τα βασικά σημεία κάθε κεφαλαίου σε διαφάνειες και τις προβάλλει στους μαθητές.

[λόγ.: Ι1: αρχ. διαφάνεια· Ι2, ΙΙ: σημδ. γαλλ. transparence]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες