Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διατρυπώ
1 εγγραφή
διατρυπώ [δiatripó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : (λόγ.) ανοίγω τρύπα σε ένα σώμα συμπαγές, που το διαπερνά από τη μία πλευρά έως την άλλη: H ξιφολόγχη διατρύπησε το σώμα του.

[λόγ. < αρχ. διατρυπῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες