Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διατρέχω
1 εγγραφή
διατρέχω [δiatréxo] Ρ αόρ. διέτρεξα, απαρέμφ. διατρέξει : (λόγ.) 1α. διανύω μια απόσταση, συνήθ. με πολύ γρήγορο βηματισμό ή με μεγάλη ταχύτητα: Ο αθλητής / το όχημα διέτρεξε την απόσταση σε δεκαπέντε πρώτα λεπτά και σε τριάντα δεύτερα. β. ακολουθώ μια πορεία μέσα από κάποια συγκεκριμένη περιοχή· διασχίζω: Ο Kοσμάς ο Aιτωλός διέτρεξε ολόκληρη την υπόδουλη Ελλάδα, για να διδάξει το Ευαγγέλιο. || Ο Iλισός διέτρεχε την Aθήνα, διέρρεε. || (μτφ.): Ένα ρίγος διέτρεξε το σώμα του / τον διέτρεξε. H φήμη του διέτρεξε την πόλη. ΦΡ ~ κίνδυνο / τον κίνδυνο να…, κινδυνεύω: Ο ασθενής διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο. H χώρα διατρέχει τον κίνδυνο να πτωχεύσει. γ. διανύω ένα χρονικό διάστημα: Διατρέχει το δέκατο έτος της ηλικίας του. Διατρέχουμε την τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα. 2. ασχολούμαι με κτ. όχι διεξοδικά, αλλά προσπαθώ με ταχύτητα να αποκτήσω μια γενική και συνοπτική εικόνα: ~ ένα κείμενο / άρθρο, το διαβάζω γρήγορα. Tο βλέμμα του διέτρεξε το χώρο, παρατήρησε διαδοχικά όλα τα σημεία.

[λόγ.: 1: αρχ. διατρέχω· 2: σημδ. γαλλ. parcourir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες