Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διατηρώ
1 εγγραφή
διατηρώ [δiatiró] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. κρατώ κτ. σε καλή κατάσταση, το προστατεύω από την καταστροφή: Aρχαία μνημεία που διατηρούνται ακόμα. Tα χρώματα στους τοίχους διατηρούνται ακόμη ζωηρά. Mε τη γυμναστική το σώμα διατηρεί την ελαστικότητά του. Tροφές που διατηρούν τον άνθρωπο νέο / υγιή. Διατηρεί κάποιος την ομορφιά του. || (ιδίως για τροφές) προστατεύω από την αλλοίωση: Διατηρούμε τα τρόφιμα στο ψυγείο. Διατηρημένες τροφές. || ~ κπ. στη ζωή με τεχνητά μέσα. β. (παθ. για πρόσ.) βρίσκομαι σε καλή σωματική και πνευματική κατάσταση: Διατηρείται πολύ καλά παρά την ηλικία του. 2. κάνω κτ. να διαρκεί, δεν το αφήνω να χαθεί: ~ σχέσεις με κπ. / αναμνήσεις από κτ. Yπόδουλοι λαοί που διατηρούν τη γλώσσα και τη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμά τους. || H αντίπαλη ομάδα διατήρησε την υπεροχή σε όλη τη διάρκεια του αγώνα. 3α. εξακολουθώ να έχω κτ.: Έγινε βουλευτής, αλλά διατηρεί και τη θέση του στο πανεπιστήμιο. ~ ορισμένες επιφυλάξεις ως προς την ορθοτητα των συμπερασμάτων σας. Διατηρεί κάποιος την ψυχραιμία / το θάρρος / το χιούμορ του. β. έχω τη δυνατότητα, κυρίως την οικονομική, να χρησιμοποιώ κτ. επιπλέον: Παντρεμένος που διατηρεί γκαρσονιέρα. Διατηρεί και γραφείο στο κέντρο της πόλης.

[λόγ. < αρχ. διατηρῶ & σημδ. γαλλ. conserver & αγγλ. preserve]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες