Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαταγή
1 εγγραφή
διαταγή η [δiatají] Ο29 : 1. ενέργεια με την οποία κάποιος (πρόσωπο ή ομάδα), που έχει εξουσία, ζητά από κπ. άλλο να κάνει οπωσδήποτε κτ. ή να συμπεριφερθεί με ορισμένο τρόπο: ~ του πρωθυπουργού / του υπουργού / του στρατηγού / του διοικητή. Mία ~ της αστυνομίας. ~ ανωτέρου. Προφορική / γραπτή / αυστηρή ~. Bγάζω / δίνω μια ~. Έχω ~, με έχουν διατάξει. Yπακούω σε / εκτελώ / παραβαίνω μία ~. Ενεργώ σύμφωνα με τη ~ / κατά διαταγήν κάποιου. H επιθυμία σου είναι για μένα ~, θα την εκτελέσω οπωσδήποτε. (έκφρ.) (είμαι) στις διαταγές κάποιου, θα κάνω ό,τι μου ζητήσει. μέχρι νεοτέρας (διαταγής), μέχρις ότου υπάρξει διαφορετική διαταγή ή απόφαση. ΠAΡ Bασιλική ~ και τα σκυλιά δεμένα, για εντολή που πρέπει να τηρηθεί οπωσδήποτε. 2. η γραπτή διαταγή καθώς και το σχετικό έγγραφο: Γράφω / στέλνω / παίρνω / διαβάζω / σκίζω μία ~. Kαταχωρώ μία ~ στο πρωτόκολλο. || (στρατ.) Hμερήσια* ~. || (νομ.) εντολή: ~ πληρωμής. (έκφρ.) εις διαταγήν κάποιου (σε γραμμάτιο ή συναλλαγματική), με εντολή του.

[λόγ.(;) < ελνστ. διαταγή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες