Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαστρέβλωση η [δiastrévlosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαστρεβλώνω: ~ των γεγονότων / της αλήθειας.
[λόγ. διαστρεβλω- (δες διαστρεβλώνω) -σις > -ση]