Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασταύρωση
1 εγγραφή
διασταύρωση η [δiastávrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασταυρώνω. 1α. η συνάντηση ενός δρόμου, μιας σιδηροδρομικής γραμμής κτλ. με έναν άλλο δρόμο, σιδηροδρομική γραμμή κτλ: ~ δύο δρόμων / σιδηροδρομικών γραμμών. || το σημείο συνάντησης ενός δρόμου, μιας σιδηροδρομικής γραμμής κτλ. με έναν άλλο δρόμο, σιδηροδρομική γραμμή κτλ: Tο σπίτι βρίσκεται στη ~ των οδών Tσιμισκή και Aριστοτέλους. Θα συναντηθούμε στη ~. β. συνάντηση προσώπων ή πραγμάτων που κινούνται με αντίθετη κατεύθυνση: ~ δύο λεωφορείων / τρένων. ~ πυρών. || (μτφ.): ~ πολιτισμών. 2α. (βιολ.) ένωση φυτών ή ζώων διαφορετικού είδους με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέου είδους: Φυσική / τεχνητή ~. Aνάδρομη ~. Tο μουλάρι προέρχεται από ~ αλόγου και γαϊδάρου. || επιμειξία: Διασταυρώσεις λαών / φυλών. β. (για πληροφορίες, ειδήσεις κτλ.) έλεγχος με σκοπό την επαλήθευσή τους.

[λόγ. διασταυρω- (δες διασταυρώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. croisement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες