Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασπείρω
1 εγγραφή
διασπείρω [δiaspíro] -ομαι Ρ αόρ. διέσπειρα, απαρέμφ. διασπείρει, παθ. αόρ. διασπάρθηκα, απαρέμφ. διασπαρεί, μππ. διασπαρμένος και διεσπαρμένος : (λόγ.) 1α. (για πληροφορία ιδίως ανακριβή) διαδίδω: Διασπείρει ανυπόστατες φήμες / ψευδείς ειδήσεις. β. (σπάν., για δυσάρεστο συναίσθημα) προκαλώ σε πολλούς ανθρώπους: Διασπείρει τον τρόμο / τον πανικό. 2. (για σύνολο ιδίως προσώπων) διασκορπίζω.

[λόγ. < αρχ. διασπείρω `σκορπώ΄ σημδ. αγγλ. disseminate]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες