Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασκευαστής
1 εγγραφή
διασκευαστής ο [δiaskevastís] Ο7 θηλ. διασκευάστρια [δiaskevástria] Ο27 : αυτός που έχει κάνει ορισμένη διασκευή.

[λόγ. < ελνστ. διασκευαστής `αναθεωρητής ποιημάτων΄ σημδ. γαλλ. arrangeur· λόγ. διασκευαστ(ής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες