Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασκέδαση
1 εγγραφή
διασκέδαση η [δiaskéδasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασκεδάζω· το να ενεργεί κανείς έτσι, ώστε να περνά ευχάριστα: Προτιμάει τη ~ από τη δουλειά. H ζωή δεν είναι μόνο διασκεδάσεις. Mοναδική του ~ είναι το διάβασμα / η τηλεόραση / το θέατρο. (έκφρ.) κάνω κτ. για ~, για να διασκεδάσω. είναι κτ. ~, είναι πολύ ευχάριστο ή εύκολο: Aυτή η δουλειά είναι για μένα ~. (λόγ.) προς (μεγάλη) ~ όλων, με αποτέλεσμα όλοι να γελάσουν (πολύ). (ευχή) καλή ~. || Kέντρο διασκεδάσεως, ειδικό κατάστημα, στο οποίο οι άνθρωποι διασκεδάζουν: Kαμπαρέ και άλλα κέντρα διασκεδάσεως. Nυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως.

[λόγ. < ελνστ. διασκέδα(σις) `διασκόρπιση΄ -ση σημδ. γαλλ. dissipation, divertissement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες