Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διασίδι
1 εγγραφή
διασίδι το [δjasíδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) το νήμα που χρησιμοποιείται για στημόνι ή υφάδι και με επέκταση το υφαντό.

[μσν. διασίδι υποκορ. του ουσ. *διάσ(η) -ίδι < αρχ. ρ. διάζομαι `βάζω το νήμα στον αργαλειό΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες