Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαρρέω
1 εγγραφή
διαρρέω [δiaréo] Ρ αόρ. διέρρευσα, απαρέμφ. διαρρεύσει : 1. (λόγ.) α. για ποτάμι που περνά από κάπου: Ο Πηνειός διαρρέει τη θεσσαλική πεδιάδα. β. για υγρό ή αέριο που βρίσκει διέξοδο από έναν κλειστό χώρο, εξαιτίας κάποιας τεχνικής βλάβης: Aπό το εργοστάσιο διέρρευσαν δηλητηριώδη αέρια. 2. (μτφ.) α. για χρονικό διάστημα που περνά χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε: Διέρρευσε πολύς χρόνος από τότε. β. για κτ. μυστικό που γνωστοποιείται κρυφά και παρά τη θέληση του άμεσα ενδιαφερομένου: Διέρρευσαν απόρρητα έγγραφα. || (προφ.): Ποιος διέρρευσε το μυστικό; 3. (μτφ.) (για πρόσ.) α. απομακρύνομαι από το χώρο στον οποίο βρισκόμουν μαζί με πολλούς άλλους: H ομιλία / η διάλεξη ήταν πολύ πληκτική, και γρήγορα ο κόσμος άρχισε να διαρρέει. β. παύω να ανήκω ή να επηρεάζομαι από ορισμένη οργάνωση, κόμμα, ιδεολογία κτλ.: Οι οπαδοί μας διαρρέουν προς άλλα κόμματα.

[λόγ.: 1α: αρχ. διαρρέω· 1γ, 3: σημδ. γαλλ. écouler· 1β, 2: σημδ. αγγλ. leak]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες