Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαρπαγή
1 εγγραφή
διαρπαγή η [δiarpají] Ο29 : (για υλικά αγαθά) βίαιη αφαίρεση από τον ιδιοκτήτη: Φόνοι, εμπρησμοί και διαρπαγές περιουσιών. || (σπάν.) λεηλασία.

[λόγ. < αρχ. διαρπαγή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες