Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαρκώ [δiarkó] Ρ10.9α αόρ. διήρκεσα και διάρκεσα, απαρέμφ. διαρκέσει : για κτ., γεγονός, φαινόμενο κτλ., που εξακολουθεί να γίνεται, να υπάρχει, να συμβαίνει κτλ.: H παράσταση διαρκεί δύο ώρες. Θα διαρκέσει πολύ η κακοκαιρία. H φήμη που έχει αποκτήσει μάλλον δε θα διαρκέσει πολύ.
[λόγ. < αρχ. διαρκῶ]