Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπλατύνω
1 εγγραφή
διαπλατύνω [δiaplatíno] -ομαι Ρ8.2 : κάνω διαπλάτυνση: Διαπλατύνεται η εθνική οδός.

[λόγ. < αρχ. διαπλατύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες