Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διανομή
1 εγγραφή
διανομή η [δianomí] Ο29 : 1α. χωρισμός ενός πράγματος, αντικειμένου, ποσού κτλ. σε μικρότερα τμήματα και παράδοσή τους σε κάποιους, συνήθ. δικαιούχους· μοίρασμα: ~ της περιουσίας στους κληρονόμους / των λαφύρων στους στρατιώτες / των κερδών στους μετόχους. || (νομ.) Εκούσια / αναγκαστική ~. β. παράδοση ενός αντικειμένου στο δικαιούχο: ~ των ταχυδρομικών αντικειμένων. ~ συσσιτίου / τροφίμων. ~ δώρων / ρούχων σε άπορα παιδιά. || ο σχετικός χώρος ή η υπηρεσία: Δουλεύει στη ~. || (οικον.): ~ του εθνικού πλούτου / εισοδήματος. Θεωρία της διανομής. γ. ανάθεση τμήματος ενός έργου σε κπ.: ~ των ρόλων σε κινηματογραφικό / θεατρικό έργο. 2. (τεχν.) διάθεση ηλεκτρικής ενέργειας, νερού κτλ. μέσο ειδικού δικτύου στους καταναλωτές: Δίκτυο μεταφοράς και διανομής γκαζιού / ηλεκτρικού ρεύματος.

[λόγ. < αρχ. διανομή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες