Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαμαρτύρηση
1 εγγραφή
διαμαρτύρηση η [δiamartírisi] Ο33 : καταγγελία για μη αποδοχή ή μη εμπρόθεσμη πληρωμή από κπ. ενός γραμματίου ή μιας συναλλαγματικής καθώς και το σχετικό έγγραφο.

[λόγ. διαμαρτυρη- (διαμαρτυρώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. protestation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες