Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαμέρισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
διαμέρισμα το [δiamérizma] Ο49 : 1. ενιαίο σύνολο από ένα ή περισσότερα δωμάτια με κουζίνα, μπάνιο κτλ., το οποίο ανήκει σε ευρύτερη οικοδομή, ιδίως πολυκατοικία, και χρησιμοποιείται ως κατοικία: ~ με ένα / δύο / τρία κτλ. δωμάτια. Mικρό / μεσαίο / μεγάλο ~. Tα διαμερίσματα μιας πολυκατοικίας / ενός ορόφου. Ένα ~ στο υπόγειο / στο ισόγειο. Ένα ~ του πρώτου / του δεύτερου / του τελευταίου ορόφου. Aκούγεται θόρυβος από το διπλανό / το πάνω / το κάτω ~. Πωλούνται / ενοικιάζονται διαμερίσματα επιπλωμένα ή μη. Πολυτελές / λουξ ~. || (πληθ.) για τμήμα παλατιού: Tα διαμερίσματα της βασίλισσας. 2. υποδιαίρεση μιας χώρας, περιοχής, επαρχίας, πόλης κτλ.: Γεωγραφικό / διοικητικό ~. Tα διαμερίσματα ενός δήμου. Συμβούλια / εκλογές διαμερισμάτων.

[λόγ. διαμερισ- (διαμερίζω) -μα μτφρδ. γαλλ. appartement]

διαμερισματικός -ή -ό [δiamerizmatikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο διαμέρισμα2: Διαμερισματικά συμβούλια.

[λόγ. διαμερισματ- (διαμέρισμα)2 -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες