Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαλυτότητα
1 εγγραφή
διαλυτότητα η [δialitótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα ενός σώματος να διαλύεται μέσα σε διαλύτη: ~ των στερεών / υγρών / αερίων. H ~ των αερίων σε υγρά ελαττώνεται, όταν αυξάνεται η θερμοκρασία, ενώ αυξάνεται, όταν μεγαλώνει η πίεση.

[λόγ. διαλυτ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. solubilité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες