Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαλυτικός
1 εγγραφή
διαλυτικός -ή -ό [δialitikós] Ε1 : που έχει σχέση: 1. με τη διάλυση μιας ουσίας, ενός υλικού σώματος: H διαλυτική δράση του νερού. Διαλυτικό υγρό / μέσο. || (ως ουσ.) το διαλυτικό, υγρό που διαλύει το διορθωτικό. 2. με τη διάσπαση και εξαφάνιση ενός οργανωμένου συνόλου, ιδίως προσώπων: Διαλυτικές ενέργειες. Εμφανίζονται διαλυτικές τάσεις στα κόμματα. Είναι κάποιος διαλυτικό στοιχείο. || (νομ.) Διαλυτική προθεσμία. 3. (ως ουσ.) τα διαλυτικά*. διαλυτικά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί / δρα κάποιος / κτ. ~.

[λόγ.: 2: αρχ. διαλυτικός· 1: σημδ. γαλλ. dissolvant, dissolutif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες