Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαλογέας
1 εγγραφή
διαλογέας ο [δialojéas] Ο21 : 1. αυτός που κάνει τη διαλογή. || (ειδικότ.) υπάλληλος ταχυδρομείου που εργάζεται στη διαλογή. 2. όργανο με το οποίο γίνεται η διαλογή.

[λόγ. διαλογ(ή) -εύς > -έας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες