Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαλεκτικός 1 -ή -ό [δialektikós] Ε1 : που ακολουθεί τη διαλεκτική στη διερεύνηση της αντικειμενικής πραγματικότητας: Διαλεκτική μέθοδος. ~ τρόπος διδασκαλίας. || ~ υλισμός, θεωρία που αναπτύχθηκε από τους Mαρξ και Ένγκελς και σύμφωνα με την οποία το φυσικό και ιστορικό γίγνεσθαι στηρίζεται στη σύνθεση των αντιθέτων.
διαλεκτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. διαλεκτικός]
- διαλεκτικός 2 -ή -ό : που έχει σχέση με τη διάλεκτο: Ο ~ τύπος μιας λέξης. Διαλεκτική προφορά. Διαλεκτική μορφή μιας γλώσσας.
διαλεκτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. διάλεκτ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. dialectal < dialect(e) = διάλεκτ(ος) -al = -ικός]