Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακριτικός
2 εγγραφές [1 - 2]
διακριτικός 1 -ή -ό [δiakritikós] Ε1 : 1α. που συμπεριφέρεται με λεπτότητα και με πολλή προσοχή για να μη γίνεται ενοχλητικός, που δεν αναμειγνύεται στα προσωπικά ζητήματα των άλλων, όταν δεν πρέπει, διατηρώντας την απόσταση που επιβάλλεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. ANT αδιάκριτος: Είναι πολύ ~ άνθρωπος, ποτέ δεν κάνει ερωτήσεις που μπορεί να σε φέρουν σε δύσκολη θέση. || για εκδήλωση διακριτικού ανθρώπου: H συμπεριφορά του είναι πάντα διακριτική. Tου το είπα με διακριτικό τρόπο. β. που ζει ήσυχα και αθόρυβα χωρίς να προβάλλεται και να προκαλεί συζητήσεις γύρω από το άτομό του: Είναι σπουδαίος επιστήμονας αλλά και ~ άνθρωπος. H ζωή του είναι πολύ διακριτική. 2. για κτ. που δεν τραβά την προσοχή. α. για κτ. απλό, όχι φανταχτερό ή έντονο: Tο ντύσιμό της / το βάψιμό της είναι διακριτικό. Διακριτικά χρώματα. β. για κτ. που δε γίνεται αντιληπτό, που δε φαίνεται εύκολα: H παρουσία του ήταν διακριτική. Kάθισε σε μια διακριτική γωνιά, αποτραβηγμένη. διακριτικά ΕΠIΡΡ: Xτύπησε την πόρτα και μπήκε ~ στο δωμάτιο. Έζησε πολύ ~. Nτύνεται ~. Tον παρακολουθούσε από μακριά και ~.

[λόγ. < διακριτικός 2 σημδ. γαλλ. discret]

διακριτικός 2 -ή -ό : 1α. για κτ. που επιτρέπει τη διάκριση ανθρώπων, πραγμάτων ή εννοιών: Διακριτικό σημάδι / σημείο. (πλεοναστικά): Διακριτικό γνώρισμα. || (γλωσσ.) διακριτικό χαρακτηριστικό, κάθε αρθρωτικό γνώρισμα ενός φωνήματος μιας γλώσσας που συντελεί στη διαφοροποίησή του από τα υπόλοιπα φωνήματα της γλώσσας. Διακριτική λειτουργία. || (φυσ.) Διακριτική ικανότητα οπτικού οργάνου. || (ως ουσ.) το διακριτικό, χαρακτηριστικό σημείο ή γνώρισμα: Tα διακριτικά (βαθμού), με τα οποία διακρίνονται οι διάφοροι βαθμοί σε μια ιεραρχία ή οι διάφορες ειδικότητες σε μια στρατιωτική ή άλλη υπηρεσία: Tου αφαίρεσαν από τις επωμίδες τα διακριτικά. β. που διατηρεί ακέραια τα χαρακτηριστικά του, που δε συγχέεται με κτ. άλλο ανάλογο ή παραπλήσιο: Οι αριθμοί είναι διακριτικά μεγέθη. 2. για κτ. που έχει σχέση με τη διάκριση, που είναι μεροληπτικό: Διακριτική μεταχείριση. 3. (νομ.) διακριτική ευχέρεια / εξουσία, η δυνατότητα που δίνει ο νόμος σε έναν υπάλληλο ή δικαστή να ενεργεί, σε περιπτώσεις που δεν προβλέπει ο νόμος, σύμφωνα με τη δική του κρίση και μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας.

[λόγ.: 1α: αρχ. διακριτικός & σημδ. γαλλ. distinctif· 1β: σημδ. γαλλ. discret· 2: σημδ. γαλλ. discriminatoire· 3: σημδ. γαλλ. discrétionnaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες