Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακονιάρης
1 εγγραφή
διακονιάρης ο [δjakonáris] Ο11 πληθ. και διακονιαραίοι θηλ. διακονιάρα [δjakonára] Ο25α & διακονιάρισσα [δjakonárisa] Ο27α : (λαϊκότρ.) αυτός που ζητάει από τον κόσμο μια μικρή βοήθεια, μια ελεημοσύνη για να ζήσει· ζητιάνος: Φορούσε κάτι κουρέλια σαν (να ήταν) διακονιάρα. ΠAΡ Aκάλεστος* μουσαφίρης καθάριος ~. || (επέκτ.) για κπ. που είναι πολύ φτωχός και για να τονίσουμε ιδιαίτερα την εξευτελιστική κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός: Ήταν νοικοκυραίοι και γίνανε διακονιαραίοι.

[μσν. διακονιάρης < διακονι(ά) -άρης· διακονιάρ(ης) -α· διακονιάρ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες