Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαισθάνομαι
1 εγγραφή
διαισθάνομαι [δiesθánome] Ρ7.2β (χωρίς μππ.) : αντιλαμβάνομαι κτ. με τη διαίσθηση: Δεν μπορώ να το αποδείξω, ~ όμως ότι έτσι είναι. Διαισθάνθηκε τον κίνδυνο.

[λόγ. < αρχ. διαισθάνομαι `διακρίνω καθαρά΄ με αλλ. της σημ. κατά τη λ. διαίσθηση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες