Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαδήλωση
1 εγγραφή
διαδήλωση η [δiaδílosi] Ο33 : μαζική, δημόσια και οργανωμένη προβολή ενός αιτήματος ή μιας διεκδίκησης: Οργανώνω / επιτρέπω / απαγορεύω / διαλύω μια ~. Φοιτητική ~. Στη ~ για το σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων έλαβε μέρος πολύς κόσμος.

[λόγ. διαδηλω- (δες διαδηλώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. manifestation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες