Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαγώνιος
1 εγγραφή
διαγώνιος -α / -ος -ο [δiaγónios] Ε15 : 1. (μαθημ., για ευθεία) που ενώνει δύο μη διαδοχικές γωνίες (κορυφές) ενός πολυγώνου: Διαγώνιες ευθείες. || (ως ουσ.) η διαγώνιος, η ευθεία που ενώνει δύο μη διαδοχικές γωνίες (κορυφές) ενός πολυγώνου: ~ τετραγώνου / εξαγώνου / εξαπλεύρου. 2. πλάγιος, λοξός: ~ δρόμος. Διαγώνια σχήματα. διαγωνίως & διαγώνια ΕΠIΡΡ: Διέσχισε το δρόμο ~. Διαβάζω* ~.

[λόγ. < ελνστ. διαγώνιος, διαγωνίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες