Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαγωνισμός
1 εγγραφή
διαγωνισμός ο [δiaγonizmós] Ο17 : δοκιμασία στην οποία υποβάλλεται κάποιος προκειμένου να πετύχει ή να κερδίσει κτ. (μια θέση, μια νίκη, ένα βραβείο κ.ά.): Προκηρύσσεται ~ για την πλήρωση δέκα κενών θέσεων. ~ ποίησης / πεζογραφίας / μυθιστορήματος / ζωγραφικής. ~ ομορφιάς, καλλιστεία. Πλειοδοτικός* / μειοδοτικός* ~. || (πληθ.) οι επίσημες γραπτές εξετάσεις των μαθημάτων και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα: Πώς πήγες στους διαγωνισμούς;

[λόγ. < μσν. διαγωνισμός `έντονη προσπάθεια΄ κατά τη σημ. της λ. διαγωνίζομαι < διαγωνισ- (διαγωνίζομαι) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες