Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διαγουμίζω
1 item total
διαγουμίζω [δjaγumízo] -ομαι Ρ2.1 : (λογοτ.) λεηλατώ, αρπάζω: Οι κατακτητές διαγούμισαν πόλεις και χωριά.

[μσν. διαγουμίζω < μσν. διαγουμ(άς) `διαγουμιστής΄ -ίζω < τουρκ. yağma `λάφυρα, διαρπαγή΄ (από τα περσ.) με παρετυμ. δια- και ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του χειλ. [m] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go