Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβρωσιγενής
1 εγγραφή
διαβρωσιγενής -ής -ές [δiavrosijenís] Ε10 : που προέρχεται, που σχηματίζεται από διάβρωση: Διαβρωσιγενή όρη / κοιλώματα.

[λόγ. διάβρωσι(ς) + -γενής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες