Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβήτης
2 εγγραφές [1 - 2]
διαβήτης 1 ο [δiavítis] Ο10 : γεωμετρικό όργανο με δύο κινητά σκέλη ενωμένα με άρθρωση στο ένα άκρο, που χρησιμοποιείται για τη χάραξη κύκλων, τη μέτρηση γωνιών κτλ.: Tα προβλήματα της γεωμετρίας λύνονται με τον κανόνα και το διαβήτη. (έκφρ.) με το διαβήτη, με ακρίβεια, με ακριβή υπολογισμό, με σχολαστικότητα.

[λόγ. < αρχ. διαβήτης, επειδή έχει τεντωμένα σκέλη (δες στο διαβαίνω)]

διαβήτης 2 ο : α. ονομασία διάφορων νόσων που χαρακτηρίζονται από υπερβολική έκκριση ούρων: Nεφρικός / ζαχαρώδης ~. β. ο ζαχαρώδης διαβήτης· χρόνια νόσος με κύριο χαρακτηριστικό την υψηλή στάθμη ζαχάρου στο αίμα: Ο ~ οφείλεται στην έλλειψη ινσουλίνης.

[λόγ. < ελνστ. διαβήτης (δες διαβήτης 1), επειδή ο ασθενής αναγκάζεται να έχει τεντωμένα σκέλη εξαιτίας συχνουρίας (δες στο διαβαίνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες