Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαβάτης ο [δjavátis] Ο10 : (λογοτ.) ο περαστικός, ο οδοιπόρος: Άδειοι δρόμοι με λιγοστούς διαβάτες. Οι διαβάτες περνούσαν βιαστικοί χωμένοι στα παλτά τους.
[αρχ. διαβάτης]