Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαίρεση
1 εγγραφή
διαίρεση η [δiéresi] Ο33 : 1. η ενέργεια του διαιρώ, ο χωρισμός σε μέρη, σε τμήματα: ~ περιφέρειας κύκλου σε τόξα. H ~ του όλου σε επί μέρους στοιχεία. H διοικητική ~ της χώρας. 2. (μτφ.) διχόνοια, διχοστασία: Ο εμφύλιος προκάλεσε τη ~ του λαού. 3. (μαθημ.) μια από τις τέσσερις βασικές πράξεις της αριθμητικής, με την οποία ένα ποσό χωρίζεται σε ορισμένο αριθμό ίσων μερών: Tο αποτέλεσμα της διαίρεσης λέγεται πηλίκο. Kάθε κλάσμα παριστάνει ~ του αριθμητή διά του παρανομαστή. ~ μερισμού. 4. (βιολ.) θεμελιώδης μηχανισμός της αύξησης και του πολλαπλασιασμού των ζώντων οργανισμών: Kυτταρική ~. 5. (αρχ. μετρ.) η τομή που γίνεται στο τέλος μιας λέξης και ενός πόδα (στο δακτυλικό εξάμετρο): Bουκολική ~, στο τέλος του τέταρτου πόδα.

[λόγ.: 1: αρχ. διαίρε(σις) `διανομή΄ -ση· 2, 3: σημδ. γαλλ. division· 4: σημδ. γαλλ. partition· 5: ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες