Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διέπω
1 εγγραφή
διέπω [δiépo] -ομαι Ρ (λόγ.) (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (για νόμο ή για ό,τι έχει ισχύ νόμου) καθορίζω, ρυθμίζω: Οι γραπτοί νόμοι διέπουν τις σχέσεις των ανθρώπων. H ζωή διέπεται από φυσικούς νόμους. Θα αλλάξει το καθεστώς που διέπει το εξωτερικό εμπόριο. H αγάπη πρέπει να διέπει τη ζωή μας.

[λόγ. < αρχ. διέπω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες