Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάτορος
1 εγγραφή
διάτορος -η -ο [δiátoros] Ε5 : (λόγ., για ήχο) που είναι οξύς, διαπεραστικός.

[λόγ. < αρχ. διάτορος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες