Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάτανος
1 εγγραφή
διάτανος ο [δjátanos] Ο20 : (προφ.) διάβολος, σε ηπιότερη εκφορά, κυρίως στις εκφράσεις άι στο διάτανο. (που) να πάρει ο ~. πού στο διάτανο (είναι / πήγε) κτλ.

[συμφυρ. των διά(βολ)ος + (σα)ταν(άς)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες